ἀνθρωπόμορφοι

ἀνθρωπόμορφοι
ἀνθρωπόμορφος
of human form
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπόμορφοι ή πονγκίδες — Οικογένεια καταρρίνων πιθήκων που, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, κυρίως ανατομικά, όμοια με του ανθρώπου. Οι α. έχουν ρωμαλέα σωματική διάπλαση και μέγεθος μέτριο (χιμπαντζής, γίβων) ή μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεύοντα — (primates). Τάξη θηλαστικών, τα οποία, αν και διατήρησαν πρωτεγενείς χαρακτήρες, εμφανίζουν ανωτερότητα σε σχέση με άλλα παρόμοια. Στην τάξη αυτή ανήκουν ζώα που διαθέτουν μεγάλο και πολύπλοκο εγκέφαλο, όπως οι πίθηκοι λεμούριοι και οι τάρσιοι.… …   Dictionary of Greek

  • ANIMALIA Quatuor — in visione memoratâ, Ezech. c. 1. v. 5. et Apocal. c. 4. v. 6. vide supra, ubi de Angelis. Haec picta fuisle in quatuor Iudaeorum vexillis, de quibus Numer. c. 2. v. 3, 18, 25. dicunt Iudaei. Aben Ezra in Numer. c. 2. v. 2. Et Antecessores nostri …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοντολογία — Η επιστήμη που μελετά τα απολιθώματα, δηλαδή τα υπολείμματα ή τα ίχνη των οργανισμών που έζησαν στη Γη κατά τους διάφορους γεωλογικούς αιώνες. Ιστορικά στοιχεία. Αν και η π. καθιερώθηκε ως επιστήμη μόνο κατά στα τέλη του 18ου αι. και τις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • γίβων — (gibbon). Ανθρωπόμορφος πίθηκος της οικογένειας των υλοβατιδών. Ζει στα ορεινά δάση της Ιάβα και η ονομασία του οφείλεται στο χρώμα του πλούσιου τριχώματός του. Δεν έχει ουρά ούτε ακουστικά πτερύγια· τα μπροστινά άκρα του είναι τόσο μακριά ώστε… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρντο, Εθνικό Μουσείο — (Τυνησίας). Το Ε.Μ.Μ. στην Tύνιδα είναι το σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο των χωρών του Mάγρεμπ και η σπουδαιότερη συλλογή ψηφιδωτών στον κόσμο. Tο μουσείο ιδρύθηκε το 1882 με το όνομα Mουσείο Aλάουι και εγκαινιάστηκε έξι χρόνια αργότερα. Tο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”